- έλλοπος
- οβλ. έλλοψ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔλλοπος — masc nom sg ἔλλοψ dumb masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόπους — ἔλλοπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόπων — ἔλλοπος masc gen pl ἔλλοψ dumb masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλοψ — ἔλλοψ, ο, η και ἔλλοπος και ἐλλός, ο (Α) 1. (ως επίθ. τών ψαριών) άφωνος («ἔλλοπας ιχθῡς») 2. ως ουσ. α) οποιοδήποτε ψάρι β) ονομασία ψαριού γ) φίδι … Dictionary of Greek
ἔλλοπ' — ἔλλοπε , ἔλλοπος masc voc sg ἔλλοπα , ἔλλοψ dumb masc/fem acc sg ἔλλοπι , ἔλλοψ dumb masc/fem dat sg ἔλλοπε , ἔλλοψ dumb masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)